βολεύω — βολεύω, βόλεψα βλ. πίν. 17 (και ως απρόσ. βολεύει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βολεύω — 1. τακτοποιώ, κάνω να χωρέσουν πράγματα σε χώρο που μάλλον δεν επαρκεί, εξοικονομώ 2. (με αντικείμενο πρόσωπο) α) τακτοποιώ, αποκαθιστώ β) τον βάζω στη θέση του, τον αποστομώνω ή τον περιορίζω γ) γαμώ 3. φρ. α) «τα βολεύω» τα καταφέρνω, με… … Dictionary of Greek
καλοβολεύω — βολεύω, τακτοποιώ κάτι καλά … Dictionary of Greek
εξοικονομώ — εξοικονόμησα, εξοικονομήθηκα, εξοικονομημένος, μτβ. 1. κατορθώνω να βρω τα μέσα για να αντιμετωπίσω μια ανάγκη, τα βολεύω πρόχειρα: Εξοικονόμησε δάνειο. 2. με αιτ. προσωπικής αντων., δίνω τα αναγκαία τα απαραίτητα σε κάποιον, τον βοηθώ, τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοντοβολεύω — με δυσκολία βολεύω τα πράγματα, εξοικονομώ δύσκολα τα χρειώδη, τά κουτσοκαταφέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + βολεύω] … Dictionary of Greek
αβόλευτος — η, ο [βολεύω] αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να βολευτεί, να τακτοποιηθεί, ατακτοποίητος … Dictionary of Greek
βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… … Dictionary of Greek
βολεί — απρόσ. 1. υπάρχει χώρος, ευρυχωρία 2. είναι βολετό, δυνατό («θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν», Μαβίλης). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ευβολεί < εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος» (πρβλ. και λ. βολεύω)] … Dictionary of Greek
βόλεμα — το [βολεύω] 1. τοποθέτηση πράγματος στη θέση του, συγύρισμα 2. πρόχειρη και προσωρινή αντιμετώπιση κάποιας δυσχέρειας 3. επιτυχία ή το να καταλάβει κάποιος μια θέση χωρίς να την αξίζει 4. συνουσία … Dictionary of Greek
κουτσοβολεύω — τά καταφέρνω με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + βολεύω] … Dictionary of Greek