βολεύω

βολεύω
-εψα, -εύτηκα, βολεμένος
1. τακτοποιώ, τοποθετώ πράγματα σε μικρό χώρο: Βόλεψα όλα τα ρούχα μου στη μικρή ντουλάπα.
2. μτφ., τακτοποιώ, διορίζω κάποιον σε δουλειά: Ο γνωστός του βουλευτής τον βόλεψε σε δημόσια υπηρεσία.
3. φρ., «Τα βολεύω», καταφέρνω να εξοικονομώ τα απαραίτητα για τη ζωή: Δεν είμαστε πλούσιοι, αλλά κάπως τα βολεύουμε.
4. το μέσ., βολεύομαι βρίσκω την άνεσή μου: Βολευτήκαμε καλά στο καινούριο μας σπίτι.
5. είμαι καλόβουλος, υποχωρητικός: Είναι ιδιότροπος και δε βολεύεται με τίποτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βολεύω — βολεύω, βόλεψα βλ. πίν. 17 (και ως απρόσ. βολεύει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βολεύω — 1. τακτοποιώ, κάνω να χωρέσουν πράγματα σε χώρο που μάλλον δεν επαρκεί, εξοικονομώ 2. (με αντικείμενο πρόσωπο) α) τακτοποιώ, αποκαθιστώ β) τον βάζω στη θέση του, τον αποστομώνω ή τον περιορίζω γ) γαμώ 3. φρ. α) «τα βολεύω» τα καταφέρνω, με… …   Dictionary of Greek

  • καλοβολεύω — βολεύω, τακτοποιώ κάτι καλά …   Dictionary of Greek

  • εξοικονομώ — εξοικονόμησα, εξοικονομήθηκα, εξοικονομημένος, μτβ. 1. κατορθώνω να βρω τα μέσα για να αντιμετωπίσω μια ανάγκη, τα βολεύω πρόχειρα: Εξοικονόμησε δάνειο. 2. με αιτ. προσωπικής αντων., δίνω τα αναγκαία τα απαραίτητα σε κάποιον, τον βοηθώ, τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντοβολεύω — με δυσκολία βολεύω τα πράγματα, εξοικονομώ δύσκολα τα χρειώδη, τά κουτσοκαταφέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + βολεύω] …   Dictionary of Greek

  • αβόλευτος — η, ο [βολεύω] αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να βολευτεί, να τακτοποιηθεί, ατακτοποίητος …   Dictionary of Greek

  • βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… …   Dictionary of Greek

  • βολεί — απρόσ. 1. υπάρχει χώρος, ευρυχωρία 2. είναι βολετό, δυνατό («θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν», Μαβίλης). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ευβολεί < εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος» (πρβλ. και λ. βολεύω)] …   Dictionary of Greek

  • βόλεμα — το [βολεύω] 1. τοποθέτηση πράγματος στη θέση του, συγύρισμα 2. πρόχειρη και προσωρινή αντιμετώπιση κάποιας δυσχέρειας 3. επιτυχία ή το να καταλάβει κάποιος μια θέση χωρίς να την αξίζει 4. συνουσία …   Dictionary of Greek

  • κουτσοβολεύω — τά καταφέρνω με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + βολεύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”